- ουρανοφόρος
- οὐρανοφόρος, -ον (Α)1. αυτός που βαστάζει τον ουρανό2. αυτός που οδηγεί στον ουρανό («οὐρανοφόρος κλῑμαξ», Μ. Βασ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο-* + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οὐρανοφόρος — caelifer masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανοφόρον — οὐρανοφόρος caelifer masc/fem acc sg οὐρανοφόρος caelifer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… … Dictionary of Greek
ԵՐԿՆԱԲԱՐՁ — ( ) NBH 1 0695 Chronological Sequence: Unknown date, 13c ա. οὑρανοφόρος caelifer Բարձօղ կամ կրօղ զերկինս. *Զօրութիւն երկնաբարձ ուսոյ թիկանցս կոճոպեալ: Վասն երկնաբարձ բազկացն (կուսի), յորում հանգեար. Բենիկ.: ա.մ. ԵՐԿՆԱԲԱՐՁ. ա.մ. իբր Երկնաբերձ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)